Ρώσικο Διήγημα




Ο Ιβάν Νικολάγιεβιτς σηκώθηκε από το κρεβάτι, τεντώθηκε και ασχολήθηκε με το σαμοβάρι, για να πιει το πρώτο τσάι της ημέρας. Ήταν Κυριακή, δεν είχε να πάει για δουλειά στο εργοστάσιο σήμερα, για εκκλησία ούτε λόγος βέβαια, 45 χρόνια τώρα ο ρώσικος λαός είχε γλιτώσει από αυτή την αυταπάτη, όσες εκκλησίες δεν είχαν μετατραπεί σε κάτι άλλο παρέμεναν έρημες και βουβές. Ο Ιβάν είχε όλη τη μέρα μπροστά του να χουζουρέψει – μπορούσε βέβαια, αν ήθελε, να κάνει μια από τις εθελοντικές του βάρδιες στο εργοστάσιο, τις περίφημες «Ημέρες Σταχάνωφ», προς τιμή του ήρωα που υπερτριπλασίασε το ημερήσιο πλάνο παραγωγής κατά τα διάρκεια των πενταετών πλάνων επί Στάλιν (και μόνο στη σκέψη του ονόματος του Πατερούλη οι τρίχες στο σώμα του Ιβάν Νικολάγιεβιτς – και είχε πολλές, μια πρώην του τον φώναζε χαϊδευτικά «αρκούδα της Σιβηρίας», προσωνύμιο που τον εκνεύριζε όσο τον γαλήνευε εκείνο το άλλο που του πέταγε για να τον καλμάρει αμέσως μετά, «λιοντάρι του Καυκάσου» - ορθώθηκαν μονομιάς, είχαν περάσει έξι χρόνια από το 20ο Συνέδριο και εννιά από το θάνατο του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι, αλλά η θύμησή του παρέμενε ζωντανή στο μυαλό του Ιβάν, και πώς να σβήσει άλλωστε, ο τροτσκιστής θείος του που γύρισε πέρσι από τη Σιβηρία με κατεστραμμένα πνευμόνια και έβηχε ολημερίς και ολονυχτίς στο δίπλα δωμάτιο δεν τον άφηνε να ξεχάσει ακόμα και αν το ήθελε, «γκουχ, είδα φοβερά πράγματα ανιψιέ, γκουχ γκουχ, δε θα έπρεπε να γίνονται τέτοια πράγματα στη μεγάλη σοσιαλιστική μας πατρίδα», τον κακομοίρη, είκοσι χρόνια σε γκούλαγκ και ακόμα νόμιζε ότι η Σοβιετική Ένωση έχτιζε τον κομμουνισμό) και οι οποίες παρά τον επίσημο χαρακτηρισμό τους σαν «εθελοντικές» έπρεπε για κάθε εργαζόμενο να φτάσουν σε ένα συγκεκριμένο αριθμό μέσα στη χρονιά. Αλλά σήμερα ο Ιβάν δεν είχε καμία όρεξη – είχε πιεί πολλές βότκες χτες, σπιτικές, βαριές, στο σπίτι του φίλου του του «Κανένα», του Νικήτα Ιβάνοβιτς δηλαδή, απλά όλοι οι παλιοί συμμαθητές από το δημοτικό σχολείο στη συνοικία Πετροπαβλόφσκαγια της Μόσχας τον ήξεραν ως ο «Κανένας» από τα μέρα εκείνη που η δασκάλα τους τους διηγήθηκε την ιστορία του Οδυσσέα και του Πολύφημου, ιστορία  η οποία προφανώς εντυπωσίασε το δεκάχρονο Νικήτα τόσο ώστε να μαζέψει στο διάλειμμα όλους τους φίλους του γύρω του και να τους ανακοινώσει με περισπούδαστο και μυστηριώδες ύφος ότι δεν τον έλεγαν πια Νικήτα παρά «Κανένα» και ότι όποιος τον ξαναφώναζε με το όνομά του θα αντιμετώπιζε την οργή του, τους πέρναγε όλους ένα κεφάλι, λούφαξαν, από τότε δεν ξανακούστηκε το «Νικήτας», ο «Κανένας» εκμυστηρεύτηκε αργότερα στον Ιβάν ότι η αλλαγή ονόματος εντασσόταν σε ένα γενικότερο σχέδιο, το οποίο μέσα από δαιδαλώδεις και εντελώς άσχετες διαδρομές στο μυαλό του αγοριού κατέληγε στην ανάδειξή του στο μεγαλύτερο μυστικό πράκτορα της χώρας, ας μην ξεχνάμε ότι όταν τα δύο παιδιά τα συζήταγαν αυτά βρισκόμασταν στα 1939, στο απόγειο των Δικών της Μόσχας, και ταυτόχρονα τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν πάνω από την Ευρώπη, είχε υπογραφεί μεν το σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, αλλά οι μεγάλοι σιγοψιθύριζαν μεταξύ τους ότι αυτός ήταν μόνο ένας ελιγμός για να κερδίσουμε χρόνο, και ότι η σύγκρουση της Ρώσικης Αρκούδας με το Γερμανικό Λύκο ήταν αναπόφευκτη και σύντομα μάλιστα, οπότε η μυστικότητα από τη μια, το ξεσκέπασμα προδοτών και η αυτοθυσία για τη Μητέρα Πατρίδα από την άλλη είχαν φλογίσει την καρδιά και το μυαλό του Κανένα, ο Ιβάν δεν είπε τίποτα, ο θείος του είχε ήδη δεχθεί κάποιες «φιλικές κατ’ οίκον επισκέψεις», ο μικρός λόγω ενός έμφυτου συναισθήματος αυτοπροστασίας δεν ανοιγόταν πολύ, ούτε στον καλύτερο του φίλο τον Νικήτα, του είπε απλά «εντάξει Κανένα, πάμε να παίξουμε τώρα» και αυτό ήταν, 23 χρόνια μετά ακόμα «Κανένα» τον φώναζε, κοτζάμ μαντράχαλο, στα 33 του, όπως κι αυτός άλλωστε τον αποκαλούσε πάντα Βάνια. 

                Ο Βάνια, ο Βάνια που γεννήθηκε στη χρονιά της Μεγάλης Κρίσης, στα 1929, και όλοι ανεξαιρέτως οι συγγενείς του έλεγαν ότι αυτό είναι σημαδιακό, γεννήθηκε τη μέρα που οι διεφθαρμένοι καπιταλιστές πήδαγαν από τα μπαλκόνια των ουρανοξυστών τους σε αυτό το κέντρο της ανομίας, σε αυτό το ναό του Μαμμωνά, τη μισητή Wall Street, και να, δε μπορεί, στα γενέθλιά του στα 5, 10, 20 χρόνια του, το σύστημα αυτό το ληστρικό θα καταρρεύσει, θα υποκύψει στις εσωτερικές αντιφάσεις του, λες και οι επαναστάσεις ή οι καταρρεύσεις σtον κόσμο υπακούουν στον ανθρώπινο νόμο των γενεθλίων, λες και έπρεπε να ήταν 24 Οκτώβρη του 1934, του 1939 ή του 1949 η μέρα της ξαφνικής πτώσης του Καπιταλισμού στη δύση, ευσεβείς πόθοι, οικογενειακά αστειάκια, χαζά ευχολόγια.

                Ο Ιβάν είχε γενέθλια σήμερα, 24 Οκτώβρη του 1962, αλλά δεν ήταν χαρούμενος. Μπορεί να έφταιγε η άρνηση της Ανούσκα να πάνε θέατρο χτες, σε μια παράσταση έργου του Μπρεχτ, τη συμπαθούσε πολύ αυτή την κοπέλα αλλά είχε την αίσθηση ότι αυτή τον φοβόταν για κάποιον ανεξήγητο λόγο, μπορεί να του έφταιγε ότι φέτος έκλεινε τα 33 κι ακόμα ο καταραμένος καπιταλισμός επιζούσε, κι όχι μόνο αυτό, δυο μέρες πριν ο πρόεδρος Κέννεντυ είχε μιλήσει στο Κογκρέσο με πολύ σκληρή γλώσσα για το θέμα των πυραύλων στην Κούβα, είχε απειλήσει μέχρι και με πυρηνικό πόλεμο, ο Ιβάν δε συμμεριζόταν την αισιοδοξία των γύρω του ότι όλα αυτά ήταν κούφια λόγια και απειλές, πόσο δύσκολο είναι να πατήσεις ένα κουμπί, και μετά αντίο Μόσχα, αντίο Ανούσκα, αντίο θέατρα (με παραστάσεις Μπρεχτ ή άλλες), αντίο όλα. Το σαμοβάρι σφύριξε, τον τίναξε από τις σκέψεις του, έβαλε ένα φλιτζάνι, καλά τα λέει η καθοδήγηση, δεν υπάρχει Θεός, γιατί αν υπήρχε σιγά μην καθόταν στους ουρανούς και δεν κατέβαινε στη γη να μπορεί να πίνει κάθε πρωί ένα φλιτζανάκι τσάι.

                Το χτύπημα στην πόρτα τον αιφνιδίασε. Δεν περίμενε επισκέψεις κυριακάτικα, πόσο μάλλον τόσο πρωί. Όταν άνοιξε και είδε μπροστά του τον κοντόχοντρο διαχειριστή της πολυκατοικίας, τον πενηντάρη Πέτρο Φιοντόροβιτς, το άγχος του αντί να μειωθεί διπλασιάστηκε, τι θέλει πάλι αυτός ο διάολος πρωί – πρωί, μεγάλος ρουφιάνος του λόγου του, σκυλί του Κόμματος, όποτε συναντούσε τον άρτι αποφυλακισθέντα θείο στις σκάλες έφτυνε στον κόρφο του λες κι έβλεπε τον ίδιο τον Οξαποδώ, και ο διαχειριστής όμως δε βρισκόταν σε καλύτερη διάθεση εκείνο το κυριακάτικο πρωινό, περιεργαζόταν τον κάτοικο του διαμερίσματος αρ. 9 με μισόκλειστα μάτια από το δυσθεώρητο ύψος του 1,55 μ., με το κεφάλι ριγμένο πίσω, να σκέφτεται «από χαλασμένο σπόρο βγαίνει χαλασμένος καρπός, κοίτα φάτσα τώρα, αντί να χαίρεται με τις ετοιμασίες για την 45η επέτειο της Επανάστασης ανησυχεί που με βλέπει στο κατώφλι του, φοβάται μην είπε ή έκανε κάτι και καταλήξει και αυτός στη Σιβηρία να κάνει διακοπές σαν τον άλλο τον προκομμένο το θείο του, αλλά έλα τώρα που ο σύντροφος Νικίτα είναι μαλθακός και αφήνει όλα ετούτα τα αντικομματικά στοιχεία να αλωνίζουν ελεύθερα και να χαλάνε σιγά-σιγά κι εμάς τους υπόλοιπους με την ύπουλη απαισιοδοξία τους», τέτοια σκέφτονταν διαχειριστής και εορτάζων για κάμποσα δευτερόλεπτα χωρίς να μιλάνε και όταν άνοιξαν εν τέλει το στόμα τους είπαν, φυσικά, τελείως διαφορετικά πράγματα από αυτά που είχαν στο μυαλό τους, τι κάνετε, πως είστε, πως κι από δω, θέλω να σας ζητήσω μια χάρη, περάστε, μη στέκεστε στην πόρτα, να σας κεράσω ένα φλιτζάνι τσάι, έχω και γενέθλια.

                Αυτή η τελευταία δήλωση προκάλεσε μια στιγμιαία αμηχανία στους δύο συνομιλητές, έτσι όπως συνδυάστηκε με την αμέσως προηγούμενη, δηλαδή αν δεν είχατε γενέθλια Ιβάν Νικολάγιεβιτς, δε θα μου προσφέρατε τσάι, με σφιγμένο γελάκι ο Πέτρος Φιοντόροβιτς, όχι, όχι, μα τι λέτε τώρα, απλά μου ξέφυγε ότι έχω γενέθλια, ο ιδρωμένος ξαφνικά ιδιοκτήτης του σπιτιού, τα έκανα χειρότερα ακόμα τα πράγματα με αυτό που μόλις είπα, σκέφτηκε, δεν είναι να μπαίνεις στα μαύρα κατάστιχα αυτού εδώ του ρουφιάνου, στην κηδεία του Στάλιν (να την πάλι η ανατριχίλα!) έκλαιγε για τρεις μέρες με γόους και αναφιλητά, όλη η γειτονιά τον είχε πάρει πια χαμπάρι, αλλά αυτός εκεί, απτόητος, το βιολί του. Από την άβολη θέση τους έβγαλε η εμπειρία του διαχειριστή, πλάκα κάνω Ιβάν, εξάλλου δεν έχω χρόνο, όπως σας είπα ήρθα να σας ζητήσω μια χάρη, και η δουλειά επείγει, τι χάρη, τι δουλειά, ελάτε μαζί μου να σας δείξω.

                Οι δύο άντρες ανέβηκαν στην ταράτσα, ο ένας σκυφτός και μουρμουρίζοντας μέσα από τα μουστάκια του, ο άλλος δύο σκαλιά πίσω του να έχει εστιάσει το βλέμμα του στη φαλάκρα του διαχειριστή που γυάλιζε στο μισοσκόταδο του διαδρόμου, αλλά να μη την κοιτάει πραγματικά, να έχει αφαιρεθεί, να σκέφτεται για ακόμα μία φορά την εκδρομή που είχε πάει με τη Ανούσκα το καλοκαίρι στο Βόλγα, τι γάργαρο που ήταν το γέλιο της, με πόση χάρη μάζευε λουλούδια και τα περνούσε στα μαλλιά της, και έπαιζε και γέλαγε στα καταπράσινα λιβάδια στην όχθη του ποταμού, πόση χαρά του προκαλούσε η παρουσία της, είχε πολλές φορές αναρωτηθεί ο Ιβάν αν είναι ερωτευμένος μαζί της και όλες είχε απαντήσει στον εαυτό του αρνητικά, όχι, δεν ήταν έρωτας αυτό που ένιωθε, ήταν ακριβώς αυτό, ότι του προκαλούσε χαρά η παρουσία της (το οποίο μπορεί μέσα στη γενικότερη θλίψη μέσα στην οποία ζούσε ο μοναχικός νέος να ήταν σημαντικότερο γι’ αυτόν και από τον έρωτα τον ίδιο), αλλά δεν ήταν σχεδόν ποτέ μόνοι τους, και στην εκδρομή αυτή είχαν πάει μαζί με όλους τους εργαζόμενους στο εργοστάσιο, τετρακόσια τόσα άτομα, και η Ανούσκα εκτός από τα ψουψουρίσματα και τα κρυφά γελάκια με τις φίλες της, από τους άντρες είχε μάτια μόνο για εκείνον τον αντιπαθητικό επιστάτη, τον Αρκάντι Ντενίσοβιτς, έναν ψηλό και ωραίο άντρα, επιβλητικό από κάθε άποψη, αλλά πραγματικά χαζούλη και ΦΑΥΛΟ, ναι, αυτή η λέξη του ταίριαζε, κορδωνόταν σαν διάνος και όλα τα κοριτσόπουλα στο εργοστάσιο λιγώνονταν, για τις άλλες δεν τον έμελλε, ούτε για τη Ανούσκα θα έπρεπε κανονικά να τον νοιάζει, αφού είπαμε, ερωτευμένος μαζί της δεν ήταν σε καμία περίπτωση, αλλά να, ήθελε να τη βλέπει χαρούμενη για να του προκαλεί χαρά η παρουσία της, ήθελε να ευτυχήσει η A. γιατί αυτός δε θα ευτυχούσε ποτέ, το ήξερε αυτό, και για να ευτυχήσει η A. έπρεπε να έχει στο πλευρό της κάποιον άλλο, όχι αυτόν τον φουσκωμένο από οίηση και ματαιοδοξία διάνο, τον Αρκάντι Ντενίσοβιτς, με τα κατσαρά μαλλιά του, το ωραίο και γυμνασμένο σώμα του και το κούφιο του κεφάλι, αλλά όλα αυτά δεν είχε βρει ποτέ του την ευκαιρία να της τα πει, εδώ για να πάνε στο θέατρο είχε μαζέψει το κουράγιο του πολλές μέρες μέχρι να της το προτείνει, αλλά αυτή του είπε ότι ήταν κουρασμένη από τα δουλειά, κάποια άλλη φορά, και ο Ιβάν είπε ναι, βέβαια, κι έφυγε με τα μάγουλα κόκκινα από ντροπή, ξαφνικά τον χτύπησε κρύος αέρας στο πρόσωπο, σταμάτησε να ονειροπολεί, είχαν φτάσει στο ανώτερο σημείο της σκάλας και ο επιστάτης είχε ανοίξει με κλειδί την πόρτα που έβγαζε στην ταράτσα, να μπροστά τους ο ποταμός Μόσκοβας, οι χρυσοί τρούλοι του Κρεμλίνου, η Μόσχα!

                Ο διαχειριστής άρχισε να μιλάει γρήγορα, σαν να απήγγειλε κάποιον έτοιμο από πριν μονόλογο, ορίστε Ιβάν, ήρθαμε, και να τι θέλω να σου ζητήσω, και δε μπορεί άλλος κανείς στην πολυκατοικία μας να βοηθήσει παρά μόνο εσύ, να το ξέρεις αυτό, αλλιώς δε θα σε ξεβόλευα κυριακάτικα (και στο σημείο αυτό τα μικρά κουτοπόνηρα ματάκια του διαχειριστή στένεψαν κι άλλο, ο ταλαίπωρος Ιβάν αναστέναξε, το μυαλό και των δύο πήγε φυσικά στον περιβόητο θείο που τρία πατώματα πιο κάτω έβηχε ασταμάτητα, τους φάνηκε ότι άκουσαν το βήχα, τόσο έντονα τον σκέφτηκαν και οι δύο), λοιπόν, να τι σε θέλω, αφού δουλεύεις σαν ηλεκτρονικός στο εργοστάσιο να μου πεις που θα βάλουμε την ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΚΕΡΑΙΑ (και στο σημείο αυτό το πρόσωπο του Πέτρου Φιοντόροβιτς φωτίστηκε ολόκληρο, να ρε αχάριστοι τι κάνει το Κόμμα για σας, κεντρικές κεραίες και στην Πετροπαβλόφσκαγια, από τις πιο απόμερες γειτονιές της πόλης, για να βλέπετε μπάλα, να βλέπετε παραδοσιακούς χορούς, να βλέπετε το Γκαγκάριν στο διάστημα, να βλέπετε και το σύντροφο Γενικό Γραμματέα, τον Λέοντα της Ουκρανίας, να σας αναλύει με πόσο γοργά βήματα, τι βήματα, άλματα βαδίζει η χώρα και ολόκληρος ο πλανήτης προς την τελική νίκη του Κομμουνισμού, να χτες έβλεπε στην τηλεόραση στο Πολιτιστικό Κέντρο αυτόν τον αχρείο, τον ψοφοδεή, το μορφονιό Αμερικάνο πρόεδρο να κάνει ψευτολεονταρισμούς για την υπόθεση των πυραύλων στην Κούβα και τον συνέκρινε μέσα του, αυτός, ο Πέτρος Φιοντόροβιτς, με το σύντροφο Νικήτα και τον έβρισκε σε όλα κατώτερο το χλεχλέ, το λιμοκοντόρο, με την ίσια χωρίστρα και τα σινιέ ρούχα, το φλώρο, σύντομα θα τα βλέπετε κι εσείς από την άνεση του σπιτιού σας, αχάριστα αντικομματικά και αντιπατριωτικά - το ίδιο είναι - στοιχεία) ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ, πρόσεξε Ιβάν Νικολάγιεβιτς, να πιάνει καλά και ταυτόχρονα να κάνουμε οικονομία στα καλώδια, η οικονομία του πολίτη είναι οικονομία για το κράτος, γιατί ότι έχει το κράτος είναι για τους πολίτες του, δεν είμαστε σαν τη διεφθαρμένη Δύση εδώ, δεν έχουμε αφεντικά να πίνουν το αίμα του κοσμάκη, και στο σημείο αυτό έφτυσε στην ανώμαλη επιφάνεια της ταράτσας και σήκωσε μετά το βλέμμα του στα μάτια του συνομιλητή του, τριάντα πόντους ψηλότερο από αυτόν, αλλά αντί να δει τη συνηθισμένη φοβισμένη έκφραση του Ιβάν να ψαχουλεύει, να σαρώνει με τα μάτια του την ταράτσα για το καλύτερο σημείο τοποθέτησης της Κεραίας, τον είδε να έχει γουρλώσει τα μάτια (δε φανταζόταν ποτέ ότι ένας άνθρωπος μπορεί να ανοίξει τόσο πολύ τα μάτια του), και να κοιτάει πάνω από το κεφάλι του διαχειριστή προς το Κρεμλίνο, το στόμα του νεαρού άντρα να έχει συσπαστεί σε μια άηχη κραυγή, οι τρίχες στο κοντοκουρεμένο κεφάλι του να έχουν σηκωθεί όρθιες, τι είδε πάλι ο αλαφροΐσκιωτος και κάνει σαν να είδε Σατανά, το φάντασμα του Τσάρου; σκέφτηκε ο Πέτρος και έκανε μεταβολή. Και είδε κι αυτός.

                Είδε το κόκκινο λουλούδι να ανθίζει πάνω από το Κρεμλίνο, ένα υπέροχο κόκκινο λουλούδι, τεράστιο, να υψώνεται προς τον ουρανό και ταυτόχρονα να απλώνεται για να καλύψει ολόκληρη την πόλη και σχεδόν ταυτόχρονα με τη μεταβολή του ήρθε και ο Ήχος, ένας ήχος πιο δυνατός από οποιονδήποτε είχε ακούσει στη ζωή του ο πενηντάρης διαχειριστής ο οποίος δεν είχε πάει στο μέτωπο στο Μεγάλο Πατριωτικό και Αντιφασιστικό Πόλεμο λόγω πλατυποδίας, ο Ήχος που ήταν υπόκωφος και μακρινός αλλά ταυτόχρονα και δίπλα θαρρείς στο αυτί του, ο Ήχος που παρέλυσε το σώμα του, μόνο τα μάτια λειτουργούσαν ακόμα, κι έβλεπαν το λουλούδι να απλώνεται, να καταπίνει κτίρια, αυτοκίνητα, λεωφόρους, ανθρώπους και να έρχεται με ασύγκριτη ταχύτητα κατά πάνω τους, και μετά ξαφνικά δεν έβλεπε τίποτα άλλο γιατί βρέθηκε να κοιτάζει το στέρνο του μέχρι πρότινος συνομιλητή του, ο οποίος είχε ξαφνικά έρθει μπροστά του και τον είχε αγκαλιάσει, πιέζοντας το κεφάλι στο στήθος του. Πράγματι, ο Ιβάν Νικολάγιεβιτς, με το που είδε τον Πέτρο Ιβάνοβιτς να κάνει μεταβολή, ξεμαρμάρωσε, κατάλαβε τι ήταν Αυτό που έβλεπε εδώ και κάποια δευτερόλεπτα, και την ώρα που έφτανε στα αυτιά τους ο Ήχος αυτός είχε ήδη κάνει το γύρο του διαχειριστή και άπλωνε τα χέρια του να τον αγκαλιάσει, να τον σφίξει πάνω του, να μην τον αφήσει να δει το λουλούδι που θα τους κατάπινε και τους δύο σε λίγο, τα είχε καταλάβει όλα πια, το θέμα της Κούβας πήγε στραβά, ο νέος και όμορφος πρόεδρος των ΗΠΑ είχε πάρει τη μοιραία απόφαση, τα πυρηνικά όπλα που έφτιαχναν και οι μεν και οι δε δεκαεπτά χρόνια τώρα επιτέλους θα απεδείκνυαν την αποτελεσματικότητά τους, τέρμα πια οι δοκιμές σε υπόγειες στοές και σε εξωτικές ατόλλες, τώρα πια σειρά είχαν η Μόσχα, το Λένινγκραντ, το Κίεβο και από την άλλη μεριά η Νέα Υόρκη, το Λος Άντζελες, η Ουάσινγκτον, όλες αυτές οι μεγαλουπόλεις θα εξαφανίζονταν από το χάρτη, θα ήταν στο μέλλον μια πικρή ανάμνηση στο μυαλό των όποιων επιζώντων, δε θα ξανάβλεπε ποτέ πια τη Aνούσκα, ούτε τον υπερφίαλο Αρκάντι Ντενίσοβιτς, ούτε καν αυτόν, τον κοντόχοντρο διαχειριστή του, όλα αυτά τα σκέφτηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου, το λουλούδι θα τους έφτανε όπου να ‘ναι, ένιωθε ήδη την καυτή ανάσα του στην πλάτη του, και του ήρθε άξαφνα μια επιθυμία να αγκαλιάσει αυτόν που μέχρι τώρα σιχαινόταν, αυτόν που αντιπροσώπευε για τον ίδιο το τελευταίο πλάσμα που θα άγγιζε όσο ζούσε και ταυτόχρονα να τον προστατέψει, να μην τον αφήσει να δει τη φρίκη που έσπερνε το υπέροχο κόκκινο λουλούδι στο διάβα του, τι βλακείες σκέφτομαι, εγώ ποτέ μου δεν ήμουν ανθρωπιστής, και ΑΥΤΗ ήταν η τελευταία σκέψη του Ιβάν Νικολάγιεβιτς, ανήμερα των γενεθλίων του, σε μια κατάμαυρη πλέον ταράτσα.


17 σχόλια:

  1. Εμένα προσωπικά δε με κούρασε, μ' άρεσε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Η συνέχεια θα βγει σε ανέκδοτα με την μικρή Ανούσκα;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κατεβάστε αμέσως το προηγούμενο σχόλιο... εδώ μιλάμε για έργο άξιο παγκόσμιας αναγνώρισης και ειρωνεύεστε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δεν υπάρχει λογοκρισία εδώ αγαπητέ Ανώνυμε. Αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν που έλεγε και ο πρόεδρος Μάο.

      Διαγραφή
  4. Πάρα πολύ ωραίο, με συνεπήρε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Απαντήσεις
    1. Όπως είπες και στο ποστάρισμα στο φουμπου (μπαι δε γουεη ευχαριστώ), ταξίδι σε πιο ανθρώπινες θερμοκρασίες...Εκτός από το τέλος, όπου πλησιάζει φαντάζομαι η θερμοκρασία της πυρηνικής έκρηξης αυτή του κέντρου της Αθήνας σήμερα!

      Διαγραφή
  6. ωραίο, Σαραμαγκου-γκιζεις ε, Ιβάν Νικολάγιεβιτς?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ευχαριστώ Ανώνυμε. Όπως γράφω και στον "Κάτοικο του λανθαρότε" (είπαμε, αυτή η αυτοαναφορικότητα με τρελαίνει) προσπαθώ να τον μιμηθώ τον τρισμέγιστο Ζοζέ, αλλά δεν του φτάνω ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι..

      Διαγραφή
  7. καλημέρα από την υπέροχη λεωφόρο Μεσογείοφεφ, τις πρωϊνές ώρες αντέχεται αλλά μετά πό λίγο παθαίνες κοκομπλοκ..από την υψηλή θερμοκρασία, παρόλο που έψαχνα να βρω μια "τελειούλα", για να πάρω ανάσα βρε αδερφέ, το διάβασα απνευστί....keep on writing (σόρυ, δεν το ξέρω στα ρώσικα, θα ρωτήσω μια συνάδελφο μεταφράστρια και θα σου πω...)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. κράτα γερά σύντροφε/φισσα ανώνυμε/η. (Πως σας φάνηκε ο ξαφνικός αντισεξισμός;). Διάβαζε Σπόρο να δροσίζεσαι.

      Διαγραφή
  8. ΠΑΡΕ ΚΑΙ ΤΟ ΡΩΣΙΚΟ: продолжал писать, (αν μπορείς πρόφερέ το, ΣΕ ΠΡΟΚΑΛΩ!!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το πρόφερα μόλις. Κρίμα που δεν το άκουσες να με καμαρώσεις.

      Διαγραφή
  9. Ντμίρι Φιοντόροβιτς Καραμάζοφ27 Σεπτεμβρίου 2013 στις 2:42 μ.μ.

    Μα ειλικρινά αγαπητέ Ιβάν Νικολάγιεβιτς, περιμένετε με τέτοια έργα να παραμείνετε για πολύ εκτός κοσμικών κύκλων;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Περιμένω τα μπιλιέτα με τις προσκλήσεις στους επίσημους χορούς.

      Διαγραφή