ΘΥΜΑΣΑΙ VII




Το κλειδί στην πόρτα.
Το ανάλαφρο περπάτημα.
Το κουρασμένο χαμόγελο.



Αυτοί οι τρεις Ινδιάνοι Σιου μαζί με 15 ακόμα συντρόφους τους βγήκαν να κυνηγήσουν βουβάλια στα εύφορα λιβάδια της Ντακότα, ανήξεροι για τα τρία πλοία του Κολόμβου που ξεκινούσαν την ίδια στιγμή από μισό πλανήτη μακριά για να τους στερήσουν τη γη τους. Το ανάλαφρο περπάτημα ήταν ο ανιχνευτής, το κλειδί στην πόρτα ο σκοπευτής και το κουρασμένο χαμόγελο ο γδάρτης. Τα βουβάλια ήταν τα βουβάλια. 



Οι ώρες της σιωπής.
Οι ώρες της απραξίας.
Οι ώρες του θυμού.



Αυτές οι τρεις σονάτες του διάσημου Τσέχου μουσουργού Κέντελσον (Τόμας, ο), συνιστούν το αριστούργημά του, το οποίο γράφτηκε στον πύργο του Μπράουνσβαιχ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1765. Ο Κέντελσον ήταν τυφλός και κουφός εκ γενετής και οτιδήποτε έγραψε ποτέ ηχεί σαν κακοφωνία βραχνιασμένων και φάλτσων γαϊδάρων, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση αυτών των τριών σονάτων, οι οποίες είναι ακόμα χειρότερες. Αλλά ήταν ωραίος τύπος, εύθυμος (όσο μπορούσε στην κατάστασή του τέλος πάντων) και αντιμετώπιζε με χιούμορ τις δυσκολίες της ζωής.



Το φευγαλέο βλέμμα.
Η κοιμισμένη αγκαλιά.
Το αενάως κινούμενο πόδι.



Τρεις από τις σημαντικότερες φωτογραφίες του διεθνούς φήμης Έλληνα φωτογράφου Πάρη Τσεμπερόπουλου. Φυσικά είναι ασπρόμαυρες και απεικονίζουν η μεν πρώτη έναν αλλήθωρο περιπτερά, η δε δεύτερη δύο χελώνες που κοιμούνται αγκαλιά, ενώ η τρίτη...τίποτα. Είναι μια λήψη αφέγγαρου ουρανού και η μαυρίλα είναι τόσο πηχτή που την αισθάνεσαι στον ουρανίσκο σου. Έχουν πάρει και οι τρεις βραβείο Magnum και Cornetto. Ο Πάρης δεν μιλάει ποτέ για αυτές τις τρεις φωτογραφίες του στις άπειρες συνεντεύξεις που δίνει στην Αθενς Βόις και στη Λάιφο, όπου υποστηρίζει σθεναρά τα μνημόνια. Ζει μόνιμα στη Νέα Υόρκη.


Η άψογη φωνή.
Ο έντονος χορός.
Το γλυκό πρόσωπο.


Τρία από τα πιο διάσημα γλυκά του υπέροχου ζαχαροπλαστείου-κουρείου-μπιστρό με το όνομα "Γλυκά Τριχοκοκτέιλ", το οποίο είναι η τελευταία τρέντυ και μοδάτη προσθήκη στη νυχτερινή Αθήνα. Στην πλατεία Αγίας Ειρήνης φυσικά. Οι δύο χίπστερ που το άνοιξαν μας μιλάνε με ενθουσιασμό για τον βερολινέζικο αέρα που φυσάει στα τραπεζάκια και στα πιστολάκια του μαγαζιού, ενώ οι εργαζόμενοι περνάνε πολύ καλά στα υπόγεια κάτεργα που παρασκευάζουν τα γλυκά και αυτό βγαίνει στον κόσμο. Τρέντυ διάθεση, χαρούμενες φατσούλες και σακούλες για εμετό σε όποιον φυσιολογικό άνθρωπο τύχει να περάσει απέξω συνθέτουν ένα ιδανικό σκηνικό για επίθεση βομβιστή αυτοκτονίας. 


Ποτέ πια.


Ποτέ πια.



Αύριο θα οδηγήσω πρώτη φορά στη ζωή μου δικό 
μου αυτοκίνητο, αναγνώστη. Απλά λέω.

Ευρωμπάσκετ '87 (Μέρος Δεύτερο και Τελευταίο)



...Συνεχίζω λοιπόν, αναγνώστη, το νοσταλγικό ταξίδι στο τουρνουά που μας έμαθε τη λέξη "τουρνουά", το Ευρωμπάσκετ '87 (το πρώτο μέρος μπορείς να το διαβάσεις εδώ). Μετά τους αμφίρροπους και αγωνιώδεις προημιτελικούς, οι οποίοι για την ακρίβεια δεν ήταν ούτε αμφίρροποι ούτε αγωνιώδεις, καθώς η συνολική διαφορά πόντων υπέρ των νικητών ήταν 108 πόντοι, δηλαδή 27 πόντοι κατά μέσο όρο (αυτό οφείλεται κυρίως στον οίστρο του Χουάν του Αντόνιο του Σαν του Επιφάνιο που έβαλε 33 στους δύσμοιρους Δυτικογερμανούς, και στο κόμπλεξ των Τιτοϊκών Γιουγκοσλάβων προδοτών που έριξαν 47 στο κεφάλι των τίμιων προλεταρίων Πολωνών). Στους άλλους δύο προημιτελικούς επικράτησαν η Σοβιετική Ένωση και η οικοδέσποινα (πάντα ήθελα να γράψω αυτή τη λέξη στο μπλογκ, αναγνώστη), για τους λόγους που αναλύθηκαν στο πρώτο μέρος.


Στους ημιτελικούς η αρμάδα του Αλεξάντερ Γκομέλσκι ισοπέδωσε τους Ίβηρες 113-96 και η Ελλάδα κέρδισε την Γιουγκοσλαβία 81-77. Ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα η πιθανότητα να αναδειχτεί πρωταθλήτρια Ευρώπης μια ομάδα με έναν διαστημικό για την εποχή παίκτη - πρώην πυγμάχο (τον Γκάλη), ένα τίμιο-κλαψιάρικο-γκρινιάρικο-παιδί του λαού από τη Νίκαια (Γιαννάκης), έναν ψηλό και άχαρο και ΚΚΕ και αρούκατο τύπο (Φασούλας), έναν ελαφρώς υπέρβαρο και ζαμανφού μάγκα από τη Νέα Σμύρνη, που ήξερε όσο μπάσκετ ήξεραν όλοι οι άλλοι -πλην Γκάλη- μαζί (Φάνης), έναν οικοδόμο (Καμπούρης), κάτι τύπους με μικρά ονόματα που έμοιαζαν ύποπτα με ψευδώνυμα (Μέμος Ιωάννου - Λιβέρης Ανδρίτσος). Οι αγώνες γίνονταν στο ΣΕΦ (πολλά χρόνια πριν γίνει η έδρα του μονίμως δεύτερου και δύο φορές κάθε 18 χρόνια πρώτου), ο κλιματισμός δεν είχε φτάσει στα Νότια Βαλκάνια ακόμα, και το κοινό ξεσηκωνόταν με καταφανέστατες περιπτώσεις οφσάιντ που δεν καταλόγιζαν οι εμφανώς ανθέλληνες διατηταί, και απορούσε που χρειαζόταν να βάλει τόσα γκολ ο Γκάλης για να κερδίσουμε κάθε φορά. Αγαπημένος του κοινού ήταν φυσικά ο Γιαννάκης, ο οποίος γκρίνιαζε τόσο πολύ που οι Ισπανοί παίκτες ("καραγκιόζηδες" κατά τους Έλληνες αθλητικογράφους) του 21ου αιώνα παίρνουν Όσκαρ σοβαρότητας αν συγκριθούν μαζί του.

Το ΠΑΣΟΚ επενδύει πολιτικά στο όλο σκηνικό (σιγά μην έχανε ευκαιρία) και οι κερκίδες των επισήμων φιλοξενούν σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο, η Μελίνα δηλώνει ερωτευμένη με τον προπονητή Κώστα Πολίτη (ευτυχώς μετά τον τελικό για να μην τον αποσυντονίσει τον άνθρωπο), και οι κομμουνιστές της εποχής βιώνουν μια βίαιη εσωτερική σύγκρουση διχασμένοι ανάμεσα στην επιθυμία να κερδίσει το τρόπαιο η χώρα τους και στη διεθνιστική υποχρέωση να υποστηρίξουν τη Μητέρα (όχι των δράκων παρά) της Επανάστασης Σοβιετική Ένωση, σύγκρουση που στους περισσότερους -όπως στον πατέρα μου- κρατάει για περίπου 5 δευτερόλεπτα, μέχρι να νικήσει, φυσικά, η δεύτερη επιλογή. Μαρτσουλιόνις και Τσατσένκο και τα μυαλά στα κάγκελα και πάμε, λοιπόν.

Φευ...Η ελληνική ομάδα είχε τον Γκάλη, 15.000 αλαλάζοντες -και άσχετους, το είπαμε, αναγνώστη- οπαδούς και σύμμαχο την αφόρητη ζέστη. Οι Σοβιετικοί μπορεί μεν να είχαν τα παραδοσιακά κομμουνιστικά στιβαρά μουστάκια αλλά εξαιτίας του Γκορμπατσόφ και της προδοτικής γκλασνοστ οι μισοί είχαν ΚΑΙ λασπωτήρες (ανεπίτρεπτη δυτικόφερτη μόδα κουρέματος), χάνοντας και στον τομέα της εμφάνισης συγκρινόμενοι με την αέρινη περμαναντ του μελλοντικού Δημάρχου Πειραιά.



Που πάτε έτσι ρε χίπηδες;; Θα πέσει το Τείχος σε κανά
δυο χρόνια αν δεν προσέξετε λίγο την εμφάνισή σας


Πέρα από την πλάκα, ο τελικός ήταν ένας συγκλονιστικός αγώνας, που κρίθηκε στην παράταση, με τον Γιαννάκη και τον Φασούλα να έχουν αποβληθεί με 5 φάουλ έκαστος, τον Μέμο Ιωάννου να παίζει μπανταρισμένος παντού σαν άλλος Μάμρα, τον Γκάλη να χορεύει ανάμεσα στους εκπροσώπους του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε σαν άπιαστη τροτσιστική παραφυάδα και να σκοράρει 40 πόντους, και τον τίμιο και παίκτη του ΠΑΟ Λιβέρη Ανδρίτσο να ευστοχεί σε δύο βολές στο τέλος του κανονικού αγώνα και να στέλνει το παιχνίδι στην παράταση. Άντε, γιατί όλοι για τον Καμπούρη λέτε, που φύσαγε τα δάχτυλά του, σαν να ήθελε να ξεκολλήσει σακούλες στο σουπερμάρκετ. Βασικά τις έβαλε γιατί ο Γιαννάκης του είχε μόλις φωνάξει "Πήγαινε βάλτες ρε" και δεν αψηφούσες εύκολα το παιδί από τη Νίκαια εκείνη την εποχή, ακόμα κι αν η day job σου ήταν οικοδόμος (όπως ήταν του Καμπούρη).



Αν βαριέσαι να το δεις όλο, (βέβηλε)
 αναγνώστη, πήγαινε κατευθείαν στο 2:55

Κλείνοντας, να αποτίσω φόρο τιμής σε εκείνη την ομάδα η οποία με έστρεψε οριστικά στο μπάσκετ στην τρυφερή ηλικία των 8 ετών, με αποτέλεσμα μεγάλες διακρίσεις και δόξα στα επόμενα χρόνια - της ομάδας, όχι δικές μου. Εγώ απλά ψήλωσα παραπάνω από όσο θα ψήλωνα χωρίς να παίζω μπάσκετ και συμμετείχα σε δύο ιστορικούς σχολικούς αγώνες δημοτικών που έληξαν με σκορ 52-9 (δεν είναι τυπογραφικό, πενήντα δύο - εννιά) και 33-27 αντίστοιχα, έχοντας συνολική συγκομιδή 5 ριμπάουντ (ένα επιθετικό) και δύο πόντων. Αν θες να μάθεις αν κερδίσαμε ή αν χάσαμε, αναγνώστη, σου απαντώ ότι σημασία έχει η συμμετοχή (και ότι το δημοτικό μας είχε χαμηλές μπασκέτες και οι αγώνες έγιναν σε κλειστό γήπεδο με κανονικές). Ευχαριστώ.